- καλοθυμούμαι
- καλοθυμούμαι και καλοθυμάμαι καλοθυμήθηκα, θυμάμαι καλά ή ευχάριστα: Όλα τα καλά περιστατικά τα καλοθυμάμαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοθυμούμαι — και καλοθυμάμαι (Μ καλοθυμοῡμαι) θυμάμαι καλά, ξεκάθαρα νεοελλ. θυμάμαι και αναπολώ με ευχαρίστηση ή συγκίνηση («όντως σέ συλλογίζεται και σέ καλοθυμάται», δημ. τραγ.) … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοθυμιά — η [καλοθυμούμαι] καλή, ευχάριστη θύμηση ή αναπόληση … Dictionary of Greek
καλοθύμητος — η, ο [καλοθυμούμαι] (Μ καλοθύμητος, ον) αυτός τον οποίο θυμάται και αναπολεί κάποιος ευχάριστα («καλοθύμητη γνωριμία») νεοελλ. αυτός τον οποίο θυμάται κάποιος εύκολα και ζωηρά εξαιτίας σημαντικού ή ευχάριστου γεγονότος, ευκολοθύμητος («καλοθύμητη … Dictionary of Greek